συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek